- τετραυγής
- -ές, Α1. αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς2. (για κάποιο είδος λίθου) αυτός που ακτινοβολεί τέσσερα χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τό), πρβλ. δι-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραυγέα — τετραυγής four eyed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τετραυγής four eyed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek